- κακοδήνης
- κᾰκο-δήνης, ες,A ill-counselling, Epic.inArch.Pap.7p.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοδήνης — κακοδήνης, ες (Α) αυτός που δίνει κακή συμβουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δῆνος, τὸ «συμβουλή» (συν. κατά πληθ. τὰ δήνεα] … Dictionary of Greek